καππαδοκίζω

καππαδοκίζω
καππαδοκίζω (Α)
1. υποστηρίζω τους Καππαδόκες
2. (με κακή σημ.) φέρομαι ως Καππαδόκης, είμαι πλεονέκτης
3. παθ. καππαδοκίζομαι
γίνομαι Καππαδόκης ως προς τις συνήθειες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Καππαδόκης
την κακόσημη έννοια έλαβε το ρ. επειδή οι Καππαδόκες θεωρούνταν πλεονέκτες].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Καππαδοκιζόμενος — Καππαδοκίζω favour the Cappadocians pres part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καππαδοκίσαντας — Καππαδοκίζω favour the Cappadocians aor part act masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καππαδοκίσαντες — Καππαδοκίζω favour the Cappadocians aor part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καππαδόκισσα — Καππαδοκίζω favour the Cappadocians aor ind act 1st sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”